- ὁμολογοῦνται
- ὁμολογέωto bepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
Παράδοση Ιερή — Η δεύτερη πηγή της χριστιανικής πίστης μετά την Αγία Γραφή, ισότιμη και ισόκυρη με αυτήν. Περιλαμβάνει το σύνολο των θείων αληθειών που παραδόθηκαν προφορικά από τον Ιησού Χριστό και τους αποστόλους, έχουν επίσης διατυπωθεί και οριστεί από τις… … Dictionary of Greek
ὁμολογοῦνθ' — ὁμολογοῦντα , ὁμολογέω to be pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμολογοῦντα , ὁμολογέω to be pres part act masc acc sg (attic epic doric) ὁμολογοῦντι , ὁμολογέω to be pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ὁμολογοῦντι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογοῦντ' — ὁμολογοῦντα , ὁμολογέω to be pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμολογοῦντα , ὁμολογέω to be pres part act masc acc sg (attic epic doric) ὁμολογοῦντι , ὁμολογέω to be pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ὁμολογοῦντι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)